- τεχνογραφία
- η, ΝΜ [τεχνογράφος] (στους αρχαίους) η διδασκαλία τής γραμματικής και τής ρητορικήςνεοελλ.η περιγραφή τών τεχνών και τών μεθόδων εφαρμογής τουςμσν.πραγματεία περί ρητορικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεχνογραφικός — ή, ό / τεχνογραφικός, ή, όν, ΝΑ [τεχνογράφος] νεοελλ. ο σχετικός με την τεχνογραφία ή τον τεχνογράφο αρχ. 1. αυτός που αρμόζει στη ρητορική, στη διδασκαλία τής σύνθεσης τού λόγου 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεχνογραφικά δοκίμια ρητορικής … Dictionary of Greek
ЗИСИС — [греч. Ζήσης] Феодор (род. 20.01.1941), протопр., проф. богословского фак та Фессалоникского ун та им. Аристотеля, писатель и публицист. Род. в сел. Панайия на о ве Тасос, где служил священником его отец. В 1945 г., после окончания второй мировой … Православная энциклопедия